- ἰκμαίνω,
- ἰκμαίνω, u. ἰκμάζω, anfeuchten, benetzen; ἑὸν δέμας ἰκμαίνοιτο, sich anfeuchten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ικμαίνω — ἰκμαίνω (Α) [ικμάς] 1. υγραίνω, νοτίζω, βρέχω 2. φρ. «δέμας ἰκμαίνομαι» υγραίνω το σώμα, αλείφω το σώμα με κάποιο αρωματικό λάδι … Dictionary of Greek
ίκμη — ἴκμη, ἡ (Α) το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό] … Dictionary of Greek
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek
ικμάζω — ἰκμάζω (Α) [ικμάς] 1. ικμαίνω* 2. διηθώ, σουρώνω 3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω … Dictionary of Greek
κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
seikʷ- — seikʷ English meaning: to spill, pour, draft Deutsche Übersetzung: “ausgießen, seihen, rinnen, träufeln” Material: O.Ind. sē catē, siñcáti (asicat) “gießt from, begießt”, sē ka m. “Guß, Erguß, Besprengung”, praseka m. “Erguß,… … Proto-Indo-European etymological dictionary